Σύνδρομο Ευερέθιστο Εντέρου: Κατανοώντας το πρόβλημα
Τι είναι το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (IBS)
Το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (IBS) είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του πεπτικού συστήματος που επηρεάζει το παχύ έντερο και δεν σχετίζεται με οργανικά αίτια ώστε να δύναται να ανιχνευτεί με τα σύγχρονα διαγνωστικά εργαλεία.
Ποια είναι τα συμπτώματά του
Τα κύρια συμπτώματα της διαταραχής περιλαμβάνουν κοιλιακό άλγος, τυμπανισμό (φούσκωμα) και αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου όπως για παράδειγμα δυσκοιλιότητα ή διάρροια. Ενώ η ακριβής αιτία του IBS είναι άγνωστη, οι έρευνες δείχνουν ότι αποτελείται από έναν συνδυασμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων της γενετικής, της διατροφής και του στρες.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος επικοινωνίας μεταξύ εγκεφάλου και εντέρου
Το γαστρεντερικό σύστημα συνδέεται με τον εγκέφαλο με ένα πλούσιο δίκτυο νευρώνων, οι οποίοι ρυθμίζουν τις διάφορες σπλαγχνικές λειτουργίες. Έχει παρατηρηθεί πως στα άτομα που πάσχουν από IBS εντοπίζεται διαταραγμένη νευρική λειτουργία με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η κινητικότητα, η ευαισθησία και η διαπερατότητα του εντέρου.
Συγκεκριμένα, ένα ποσοστό μεταξύ του 20-60% των ασθενών αναφέρουν σπλαχνική υπερευαισθησία. Επιπλέον, εμφανίζουν συχνά διαταραχές στον χρόνο διέλευσης του περιεχομένου του γαστρεντερικού σωλήνα και στην κινητικότητα του εντέρου ενώ, συχνά, παρατηρούνται ανώμαλες συσπάσεις του εντέρου.
Αλλαγή στη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος.
Η εύρυθμη λειτουργία του εντερικού μας μικροβιώματος είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς συμβάλλει στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών και βιταμινών, λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας καθώς αποτρέπει τον αποικισμό δυνητικά παθογόνων βακτηρίων, συμβάλλει στη διατήρηση της ακεραιότητας του εντερικού φραγμού, ενώ φαίνεται ότι έχει και σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού μας συστήματος.
Διαταραχές στη σύσταση / ισορροπία του εντερικού μας μικροβιώματος είναι πιθανό να επηρεάσουν την κινητικότητα και τη διαπερατότητα του εντέρου, τη σπλαχνική ευαισθησία καθώς και τη συνοχή των κοπράνων.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος.
Προτάσεις αναφέρουν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα εμπλέκεται στην παθοφυσιολογία του ευερέθιστου εντέρου δεδομένου ότι η νόσος μπορεί να εμφανιστεί μετά από σοβαρή γαστρεντερική μόλυνση (π.χ. Salmonella ή Campylobacter ή ιούς). Περίπου το 50% των ασθενών εμφανίζουν ένα διαταραγμένο τοπικό ανοσολογικό εντερικό σύστημα καθώς παρατηρείται αυξημένος αριθμός ενεργοποιημένων ανοσοκυττάρων, όπως είναι τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα μαστοκύτταρα.
Τροφικές δυσανεξίες
Πάνω από το 70% των ατόμων με IBS παρατηρούν πως συγκεκριμένα τρόφιμα πυροδοτούν εξάρσεις, εντείνουν και αυξάνουν τα συμπτώματα. Σε πολλές περιπτώσεις αρκετοί αποκλείουν πληθώρα τροφίμων από τη διατροφή τους.
Τα τελευταία χρόνια, πολλές μελέτες διερευνούν τη σχέση μεταξύ του ευερέθιστου εντέρου και της κατανάλωσης μιας δίαιτας χαμηλής σε FODMAP’s (ζυμώσιμοι ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες, μονοσακχαρίτες και πολυόλες).
Ψυχολογικές διαταραχές και στρες
Η παρουσία ψυχιατρικής συμπτωματολογίας έχει εντοπιστεί σε μεγάλο ποσοστό ασθενών με IBS με κύρια τα συμπτώματα κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών.
Ωστόσο, δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως αν οι ψυχολογικές διαταραχές προκαλούν το IBS ή προκαλούνται από αυτό.
Γενετικοί παράγοντες
Αν και το ευερέθιστο έντερο είναι μια συχνά εμφανιζόμενη νόσος, μέχρι στιγμής τα γονίδια και οι γενετικοί παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνισή του παραμένουν άγνωστα. Ωστόσο, η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας συμβάλλει στην βαθύτερη κατανόηση της νόσου, σε νέες μεθόδους πρόληψης αλλά και θεραπείας των συμπτωμάτων του IBS.
Η συχνότητα εμφάνισής του υπολογίζεται στο 10-20% του πληθυσμού, ποσοστό που ωστόσο διαφέρει από χώρα σε χώρα πιθανότατα εξαιτίας των δημογραφικών διαφορών, του τρόπου ζωής καθώς και των διατροφικών συνηθειών του πληθυσμού. Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη σύνδεση της διατροφής με το IBS καθώς έχει παρατηρηθεί πως οι ασθενείς έχουν συσχετίσει την εκδήλωση των συμπτωμάτων με την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών ή συνδυασμούς τροφών. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι το ποσοστό εμφάνισης στον γυναικείο πληθυσμό είναι διπλάσιο από εκείνο των ανδρών και σε ηλικιακές ομάδες μικρότερες των 50 ετών.
Η βαρύτητα των συμπτωμάτων εμφανίζει αντίστοιχα μεγάλη ποικιλία σε μία κλίμακα που μπορεί να κυμανθεί από τα ανεκτά συμπτώματα έως τα περιστατικά με σοβαρά συμπτώματα που επηρεάζουν έντονα την καθημερινή δραστηριότητα, την εργασιακή παραγωγικότητα καθώς και την κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ένα σημαντικό μέρος των συμπτωμάτων, μπορεί να ελεγχθεί με παρέμβαση στη διαχείριση της διατροφής, του τρόπου ζωής και συγκεκριμένων ελλείψεων του οργανισμού. Ένα μικρό ποσοστό περιπτώσεων που παρουσιάζει πιο έντονα συμπτώματα, ενδέχεται να χρειαστεί φαρμακευτική αγωγή για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Διάγνωση του IBS
Έως σήμερα, δεν υπάρχει κάποια εργαστηριακή ή ιατρική εξέταση μέσω της οποίας να γίνεται η διάγνωση της νόσου. Η διάγνωση γίνεται ουσιαστικά με τη μέθοδο του αποκλεισμού. Και, δεδομένου ότι η αιτία εμφάνισης του IBS είναι άγνωστη, δεν υπάρχει και κάποια συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Στην πραγματικότητα, η θεραπεία επικεντρώνεται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων από τα οποία πάσχουν οι ασθενείς. Η διάγνωση του IBS είναι κλινική, με τη χρήση των κριτηρίων Rome IV.
Βάσει των κριτηρίων αυτών, ο όρος «δυσφορία» που συχνά χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν έχει αποκλειστεί καθώς ήταν διφορούμενης σημασίας για τους ασθενείς. Κύριο διαγνωστικό κριτήριο στο παρελθόν αποτελούσε η παρουσία κοιλιακού άλγους για τουλάχιστον τρεις ημέρες. Σήμερα, ωστόσο, η έναρξη των συμπτωμάτων θα πρέπει να εμφανίζεται τουλάχιστον έξι μήνες πριν την επίσκεψη στον ειδικό και τα συμπτώματα να διαρκούν για τουλάχιστον τρεις διαδοχικούς μήνες. Βασικό κριτήριο για τη διάγνωση αποτελεί η αλλαγή στις συνήθειες του εντέρου με κυρίαρχη τη δυσκοιλιότητα, τη διάρροια, τη μικτή παρουσία δυσκοιλιότητας και διάρροιας και τέλος, συμπτώματα μη κατηγοριοποιήσιμα σε μία από τις δύο κατηγορίες.
Κατά καιρούς, έχει παρατηρηθεί ότι μπορεί να εμφανίζονται περισσότερα από ένα συμπτώματα ή να συνδυάζονται με άλλα που δεν αφορούν το έντερο αυτό καθαυτό όπως για παράδειγμα ναυτία, έντονος αερισμός, δυσμηνόρροια, δυσπαρευνία ή γενικευμένοι πόνοι.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως οι διατροφικές συνήθειες επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό την ανακούφιση των συμπτωμάτων του IBS. Επιπλέον, οι πιο πρόσφατες συστάσεις του Βρετανικού Διαιτολογικού Συλλόγου ορίζουν την υιοθέτηση μιας υγιεινής διατροφής και σωματικής άσκησης ως τον βασικότερο παράγοντα αντιμετώπισης των συμπτωμάτων. Συνεπώς, είναι υψίστης σημασίας η άμεση επικοινωνία με τον ιατρό και τον διατροφολόγο μας προκειμένου να μετριαστούν τα συμπτώματα και να εξασφαλιστεί η κατά το δυνατόν βέλτιστη ποιότητα ζωής για τον ασθενή.
Βιβλιογραφία:
ESPEN practical guideline: Clinical Nutrition in inflammatory bowel disease
Stephan C. Bischoff a, Johanna Escher b, Xavier Hebuterne c, Stanisław Kłe ̨k d, Zeljko Krznaric e, Stephane Schneider c, Raanan Shamir f, Kalina Stardelova g,Nicolette Wierdsma h, Anthony E. Wiskin i, Alastair Forbes j
Inflammation as a Potential Therapeutic Target in IBS, Alexandra Chira, Romeo Ioan Chira and Dan Lucian Dumitrascu
The Dietary Management of Patients with Irritable Bowel Syndrome: A Narrative Review of the Existing and Emerging Evidence, Joost Algera, Esther Colomier, and Magnus Simrén
Nutrition Guideline Gastrointestinal Care Irritable Bowel Syndrome
Clinical Nutrition University: Nutrition in the prevention and management of irritable bowel syndrome, constipation and diverticulosis, Eduard Cabré
The development of the irritable bowel syndrome-behavioral responses questionnaire
Silje E. Reme, Simon Darnley, Tom Kennedy, Trudie Chalder